- πολύπτωτος
- -η, -ο / πολύπτωτος, -ον, ΝΜΑγραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο(ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πτωτός* (< πίπτω), πρβλ. δί-πτωτος].
Dictionary of Greek. 2013.